Σε μια ακόμη σημαντική προσπάθεια για την ανάδειξη φαινομένων, που νοθεύουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό στην αγορά και αποτελούν παράνομες και αθέμιτες πρακτικές ανταγωνισμού προβαίνει η Επιτροπή Ανταγωνισμού, με την δημιουργία ενός ασφαλούς ψηφιακού περιβάλλοντος για την υποβολή ανώνυμων πληροφοριών (whistleblowing), στα πρότυπα που ήδη χρησιμοποιεί και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού, καθώς και άλλες αντίστοιχες αρχές ανταγωνισμού άλλων Ευρωπαϊκών κρατών – μελών.
Η καθιέρωση ενός ασφαλούς ψηφιακού τόπου, όπου ο κάθε ενδιαφερόμενος θα μπορεί ανώνυμα να προβαίνει στην καταγγελία πράξεων και πρακτικών αθέμιτου ανταγωνισμού, τις οποίες έχει διαπιστώσει είτε κατά την άσκηση της επαγγελματικής ή εμπορικής του δραστηριότητας, είτε και ως καταναλωτής, ασφαλώς και καθιστά ευχερέστερη την διαπίστωση των σχετικών παραβάσεων από την αρμόδια προς τούτο Επιτροπή Ανταγωνισμού, χωρίς τον δικαιολογημένο, ή και αδικαιολόγητο πολλές φορές φόβο, που ένοιωθε, ή τον κίνδυνο που διέτρεχε ο καταγγέλων, καθώς η δημοσιοποίηση του ονόματος του, ως καταγγέλοντος πολλές φορές λειτουργούσε αποτρεπτικά για την παροχή τέτοιων πληροφοριών για αθέμιτες πρακτικές ;από συναδέλφους του κλάδου του.
Ειδικότερα και σύμφωνα με δελτίο τύπου, που εξέδωσε πρόσφατα η Επιτροπή Ανταγωνισμού ανακοινώνεται ότι, η Επιτροπή Ανταγωνισμού, ενσωματώνοντας τις πιο καινοτόμες λύσεις και εργαλεία για την αντιμετώπιση αντιανταγωνιστικών πρακτικών, που βλάπτουν την ελληνική οικονομία και τους καταναλωτές, προχωρά στη δημιουργία ενός ασφαλούς ψηφιακού περιβάλλοντος για την υποβολή ανώνυμων πληροφοριών, στα πρότυπα των αντίστοιχων ψηφιακών εργαλείων (whistleblowing) που χρησιμοποιεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού, αλλά και άλλες Αρχές Ανταγωνισμού στην ΕΕ (π.χ. Γερμανία, Σουηδία, Δανία).
Επισημαίνεται ότι, οι αντιανταγωνιστικές πρακτικές βλάπτουν άμεσα το δημόσιο συμφέρον καθώς επηρεάζουν την οικονομία και τους καταναλωτές, εμποδίζοντας τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων με συνέπεια τις αυξημένες τιμές στα προϊόντα και στις υπηρεσίες, την κακή ποιότητα, την λιγότερη καινοτομία και τον περιορισμό των επιλογών που έχουν οι καταναλωτές.
Είναι γνωστό ότι, μέχρι σήμερα, εάν κάποιος πολίτης διαπίστωνε μέσω της θέσης του κάποια ενέργεια, ή δραστηριότητα απειλητική για την εύρυθμη λειτουργία του ανταγωνισμού, της οικονομίας και, εν τέλει, του συμφέροντος των πολιτών, δίσταζε να καταγγείλει τις πρακτικές αυτές υπό τον φόβο στοχοποίησής του και της πιθανότητας να τεθεί εκτός αγοράς εργασίας.
Ο παράγοντας φόβου υφίσταται επίσης και για μικρού και μεσαίου μεγέθους παραγωγούς που σχετίζονται εμπορικά με αγοραστές που έχουν σημαντική διαπραγματευτική ισχύ.
Οι πολίτες, ή οι παραγωγοί που έχουν διαπιστώσει παράνομες πρακτικές που βλάπτουν τον ανταγωνισμό μπορούν πλέον, με απολύτως διασφαλισμένη την ανωνυμία τους, να παρέχουν πληροφορίες υπέρ του δημοσίου συμφέροντος. Η νέα ψηφιακή υπηρεσία της Επιτροπής Ανταγωνισμού προσφέρει απόλυτη διασφάλιση της ανωνυμίας. όσων θέλουν να καταθέσουν πληροφορίες για παράνομες πρακτικές (καρτέλ, κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης κλπ.), μέσω διαπιστευμένης εταιρείας που βρίσκεται στο εξωτερικό (ISO/IEC 27001, ISAE 3000, WCAG 2.1), με την οποία συνεργάζονται ήδη άλλες Επιτροπές Ανταγωνισμού, και η οποία δεν έχει απολύτως καμία σχέση με την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Η πληροφορία καταχωρείται σε ασφαλές περιβάλλον χωρίς την καταγραφή της ταυτότητας του χρήστη και η ΕΑ λαμβάνει μόνο το κείμενο της πληροφορίας.
Είναι αυτονόητο ότι, τέτοιου είδους πληροφορίες, αποτελούν πολύτιμα εργαλεία, για την αποκάλυψη πρακτικών, καθώς και για την ταχύτερη διεκπεραίωση των ερευνών της Επιτροπής Ανταγωνισμού και ενδεικτικά μπορεί να αφορούν πρακτικές όπως:
· νόθευση διαγωνισμών και προσφορών,
· καθορισμό τιμών των προϊόντων/υπηρεσιών,
· κατανομή αγοράς/ κατανομή πελατών,
· περιορισμό ή έλεγχο της παραγωγής, των αγορών ή της τεχνικής ανάπτυξης
· αποκλεισμός ανταγωνιστών και προϊόντων από την αγορά κλπ.,
· αντιανταγωνιστική συμπεριφορά από δεσπόζουσες εταιρείες που επιβάλουν αθέμιτες τιμές ή αθέμιτους όρους συναλλαγών κλπ.,
· παραβάσεις που σχετίζονται με αθέμιτες εμπορικές πρακτικές από επιχειρήσεις με σημαντική διαπραγματευτική ισχύ στις σχέσεις μεταξύ επιχειρήσεων στην αλυσίδα εφοδιασμού (π.χ. αναφορικά με γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα και άλλα καταναλωτικά προϊόντα).
Ελπίζουμε ότι, η νέα αυτή δυνατότητα θα διευκολύνει όσους ενδιαφέρονται να προβούν στην καταγγελία αθέμιτων πρακτικών, που νοθεύουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό και επιβαρύνουν τόσο τον καταναλωτή, αλλά και την εν γένει οικονομία της χώρας μας.